- ἐπικρίνει
- ἐπικρί̱νει , ἐπικρίνωdecideaor subj act 3rd sg (epic)ἐπικρί̱νει , ἐπικρίνωdecidepres ind mp 2nd sgἐπικρί̱νει , ἐπικρίνωdecidepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπικρινεῖ — ἐπικρῐνεῖ , ἐπικρίνω decide aor subj pass 3rd sg (epic) ἐπικρῐνεῖ , ἐπικρίνω decide fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπικρῐνεῖ , ἐπικρίνω decide fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
αντεπικρίνω — επικρίνω αυτόν που με επικρίνει … Dictionary of Greek
εμπειριοκριτικισμός — Γερμανική φιλοσοφική θεωρία, της οποίας κύριοι εκπρόσωποι υπήρξαν ο Αβενάριος και ο Μαχ. Η θεωρία αυτή δέχεται ως σκοπό της γνωσιολογίας την αποκατάσταση της καθαρής εμπειρίας, απαλλαγμένης από κάθε μεταφυσική αντίληψη. Απομακρύνεται, συνεπώς,… … Dictionary of Greek
επικριτής — ο (AM ἐπικριτής) [επικρίνω] νεοελλ. αυτός που επικρίνει («οι επικριτές τής κυβερνήσεως») αρχ. 1. αυτός που αποφασίζει κάτι μετά από έλεγχο 2. (στην Αίγυπτο) ο υπάλληλος που διενεργεί την επίκριση* … Dictionary of Greek
επικριτικός — ή, ό (AM ἐπικριτικός) [επίκριση] μσν. νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει επίκριση, αρνητική κριτική («επικριτικά σχόλια») 2. (για πρόσ.) εκείνος που έχει την τάση να επικρίνει αρχ. επιβεβαιωτικός … Dictionary of Greek
κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek
κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek
κουτσομπόλης — ο, θηλ. κουτσομπόλα αυτός που συζητά και επικρίνει ή διαδίδει, συνήθως κακόβουλα, υποθέσεις τρίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. παρ. τού ρ. κουτσομπολιάζω] … Dictionary of Greek